αθέσπιστος

αθέσπιστος
-η, -ο
αυτός που δε θεσπίστηκε, αθεσμοθέτητος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αθέσπιστος — η, ο (Μ ἀθέσπιστος, ον) [θεσπίζω] αυτός που δεν θεσπίστηκε, ο ανομοθέτητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”